- υπομνηματισμός
- ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, -ομαι]νεοελλ.-μσν.συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμόςαρχ.1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι3. γραπτή απόφαση βασιλιά4. γραπτή απόφαση τού Αρείου Πάγου5. στον πληθ. οἱ ὑπομνηματισμοία) καταχώριση γεγονότων σε επίσημο έγγραφο, σύνταξη πρακτικώνβ) απομνημονεύματαγ) πραγματείεςδ) (γενικά) καταγραφή σημειώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.